Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


miscelazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [miʃʃelatˈtsjone]

1 σμίξιμο
2 πρόσμειξη
3 συγκερασμός
4 συμφυρμός
5 σύμμειξη
6 παρέμβαση
7 ανακάτωμα
8 ανάμειξη
9 ανάμιξη
10 μπλέξιμο
11 μείξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  miscelatura miscellanea  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

miscelare (ρ. μτβ.)
miscelato (επίθ.)
miscelatore (ουσ αρσ )
miscelatore (επίθ.)
miscelatura (θηλ.ουσ)
miscelazione (θηλ.ουσ)
miscellanea (θηλ.ουσ)
miscellaneo (επίθ.)
mischia (θηλ.ουσ)
mischiare (ρ. μτβ.)
mischiarsi (ρ.μ. (αντων.))
miscibile (επίθ.)
miscibilità (θηλ.ουσ)
misconoscere (ρ. μτβ.)
misconosciuto (επίθ.)
miscredente (ουσ αρσ και θηλ.)
miscredente (επίθ.)
miscredenza (θηλ.ουσ)
miscuglio (ουσ αρσ )
miserabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---