Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


miscelatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [miʃʃelaˈtore]

Μίξερ

miscelatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [miʃʃelaˈtore]

Αναμεικτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  miscelato miscelatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

misantropo (ουσ αρσ )
misantropo (επίθ.)
miscela (θηλ.ουσ)
miscelare (ρ. μτβ.)
miscelato (επίθ.)
miscelatore (ουσ αρσ )
miscelatore (επίθ.)
miscelatura (θηλ.ουσ)
miscelazione (θηλ.ουσ)
miscellanea (θηλ.ουσ)
miscellaneo (επίθ.)
mischia (θηλ.ουσ)
mischiare (ρ. μτβ.)
mischiarsi (ρ.μ. (αντων.))
miscibile (επίθ.)
miscibilità (θηλ.ουσ)
misconoscere (ρ. μτβ.)
misconosciuto (επίθ.)
miscredente (ουσ αρσ και θηλ.)
miscredente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---