Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmiscelatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [miʃʃelaˈtore] Μίξερ miscelatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [miʃʃelaˈtore] Αναμεικτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |