Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

linséme (ουσ αρσ ) liquàme (ουσ αρσ )
liocòrno (ουσ αρσ ) liquazióne (θηλ.ουσ)
liofilizzàre (ρ. μτβ.) liquefàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
liofilizzàto (επίθ.) liquefàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
liofilizzatóre (ουσ αρσ ) liquefattìbile (επίθ.)
liofilizzazióne (θηλ.ουσ) liquefàtto (επίθ.)
liòfilo (επίθ.) liquefazióne (θηλ.ουσ)
liòfobo (επίθ.) liquescènte (επίθ.)
lionàto (αρσ. επίθ και ουσ) liquescènza (θηλ.ουσ)
lióne (ουσ αρσ ) liquidàbile (επίθ.)
lipàsi (θηλ.ουσ) liquidàre (ρ. μτβ.)
lipemìa (θηλ.ουσ) liquidatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
lipèmico (επίθ.) liquidazióne (θηλ.ουσ)
lipìde (ουσ αρσ ) liquidità (θηλ.ουσ)
lipìdico (επίθ.) lìquido (ουσ αρσ )
lipòide (ουσ αρσ ) lìquido (επίθ.)
lipòma (ουσ αρσ ) liquirìzia (θηλ.ουσ)
lipomatòsi (θηλ.ουσ) liquóre (ουσ αρσ )
lipomatóso (αρσ. επίθ και ουσ) liquorerìa (θηλ.ουσ)
liposarcòma (ουσ αρσ ) liquorìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
liposolùbile (επίθ.) liquorìstico (επίθ.)
lipotimìa (θηλ.ουσ) liquorìzia (θηλ.ουσ)
lipòtropo (επίθ.) liquoróso (επίθ.)
lìppa (θηλ.ουσ) lìra (θηλ.ουσ)
Lìpsia (κύρ.όν. θηλ.) lìrica (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: