Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


liocòrno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lioˈkɔrno]

μονόκερως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  linseme liofilizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

linosa (θηλ.ουσ)
linotipia (θηλ.ουσ)
linotipista (ουσ αρσ και θηλ.)
linotype (θηλ.ουσ)
linseme (ουσ αρσ )
liocorno (ουσ αρσ )
liofilizzare (ρ. μτβ.)
liofilizzato (επίθ.)
liofilizzatore (ουσ αρσ )
liofilizzazione (θηλ.ουσ)
liofilo (επίθ.)
liofobo (επίθ.)
lionato (αρσ. επίθ και ουσ)
lione (ουσ αρσ )
lipasi (θηλ.ουσ)
lipemia (θηλ.ουσ)
lipemico (επίθ.)
lipide (ουσ αρσ )
lipidico (επίθ.)
lipoide (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---