Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόliofilizzatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [liofiliddzaˈtore] 1 συσκευή ψυκτοξήρανσης 2 συσκευή λυοφίλησης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |