Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


liquoróso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [likwoˈroso], [likwoˈrozo]

1 γλυκός
2 όμοιος με λικέρ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  liquorizia lira  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

liquore (ουσ αρσ )
liquoreria (θηλ.ουσ)
liquorista (ουσ αρσ και θηλ.)
liquoristico (επίθ.)
liquorizia (θηλ.ουσ)
liquoroso (επίθ.)
lira (θηλ.ουσ)
lirica (θηλ.ουσ)
lirico (επίθ.)
lirismo (ουσ αρσ )
Lisbona (κύρ.όν. θηλ.)
lisca (θηλ.ουσ)
liscia (θηλ.ουσ)
lisciamento (ουσ αρσ )
lisciare (ρ. μτβ.)
lisciarsi (ρ.μ. (αντων.))
lisciata (θηλ.ουσ)
lisciatoio (ουσ αρσ )
lisciatura (θηλ.ουσ)
liscio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---