Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlìrico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈliriko] λυρικός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαopera [θηλ.] lirica = η όπερα, το μελόδραμα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |