Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lisciaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [liʃʃaˈmento]

1 στίλβωμα
2 γυάλισμα
3 λείανση
4 τρίψιμο
5 κολακεία
6 λουστράρισμα
7 βούρτσισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  liscia lisciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lirico (επίθ.)
lirismo (ουσ αρσ )
Lisbona (κύρ.όν. θηλ.)
lisca (θηλ.ουσ)
liscia (θηλ.ουσ)
lisciamento (ουσ αρσ )
lisciare (ρ. μτβ.)
lisciarsi (ρ.μ. (αντων.))
lisciata (θηλ.ουσ)
lisciatoio (ουσ αρσ )
lisciatura (θηλ.ουσ)
liscio (επίθ.)
lisciva (θηλ.ουσ)
liscivia (θηλ.ουσ)
lisciviare (ρ. μτβ.)
lisciviatore (ουσ αρσ )
lisciviatrice (θηλ.ουσ)
lisciviatura (θηλ.ουσ)
lisciviazione (θηλ.ουσ)
liscoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---