Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lisciviazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [liʃʃivjatˈtsjone]

1 πλύσιμο μπουγάδας με αλισίβα
2 εξαγωγή συστατικού από διάλυμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lisciviatura liscoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

liscivia (θηλ.ουσ)
lisciviare (ρ. μτβ.)
lisciviatore (ουσ αρσ )
lisciviatrice (θηλ.ουσ)
lisciviatura (θηλ.ουσ)
lisciviazione (θηλ.ουσ)
liscoso (επίθ.)
lisergico (επίθ.)
liseuse (θηλ.ουσ)
lisi (θηλ.ουσ)
Lisimaco (κύρ.όν. αρσ.)
lisina (θηλ.ουσ)
Lisippo (ουσ αρσ )
liso (επίθ.)
lisolo (ουσ αρσ )
lisozima (ουσ αρσ )
lista (θηλ.ουσ)
listare (ρ. μτβ.)
listello (ουσ αρσ )
listino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---