Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


listìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lisˈtino]

(prezzi) ο τιμοκατάλογος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  listello litania  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


listino [αρσ.] prezzi = ο κατάλογος τιμών


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lisolo (ουσ αρσ )
lisozima (ουσ αρσ )
lista (θηλ.ουσ)
listare (ρ. μτβ.)
listello (ουσ αρσ )
listino (ουσ αρσ )
litania (θηλ.ουσ)
litantrace (ουσ αρσ )
litargirio (ουσ αρσ )
lite (θηλ.ουσ)
litiasi (θηλ.ουσ)
litiasico (επίθ.)
litico (επίθ.)
litigante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
litigare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
litigarsi (ρ.μ. (αντων.))
litighino (αρσ. επίθ και ουσ)
litigio (ουσ αρσ )
litigiosità (θηλ.ουσ)
litigioso (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---