ItalianoGreco


listìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lisˈtino]

(prezzi) ο τιμοκατάλογος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


listino [αρσ.] prezzi = ο κατάλογος τιμών



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---