Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


litigàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [litiˈgare]

τσακώνομαι, καυγαδίζω

litigarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [litiˈgarsi]

1 λογοφέρνω
2 καβγαδίζω
3 λογομαχώ
4 φιλονικώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  litigante litighino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lite (θηλ.ουσ)
litiasi (θηλ.ουσ)
litiasico (επίθ.)
litico (επίθ.)
litigante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
litigare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
litigarsi (ρ.μ. (αντων.))
litighino (αρσ. επίθ και ουσ)
litigio (ουσ αρσ )
litigiosità (θηλ.ουσ)
litigioso (αρσ. επίθ και ουσ)
litina (θηλ.ουσ)
litio (ουσ αρσ )
litioso (επίθ.)
litofago (επίθ.)
litofita (θηλ.ουσ)
litogenesi (θηλ.ουσ)
litoglifo (ουσ αρσ )
litografare (ρ. μτβ.)
litografia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---