Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lìtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈlitiko]

1 ο του λιθίου
2 πέτρινος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  litiasico litigante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

litantrace (ουσ αρσ )
litargirio (ουσ αρσ )
lite (θηλ.ουσ)
litiasi (θηλ.ουσ)
litiasico (επίθ.)
litico (επίθ.)
litigante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
litigare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
litigarsi (ρ.μ. (αντων.))
litighino (αρσ. επίθ και ουσ)
litigio (ουσ αρσ )
litigiosità (θηλ.ουσ)
litigioso (αρσ. επίθ και ουσ)
litina (θηλ.ουσ)
litio (ουσ αρσ )
litioso (επίθ.)
litofago (επίθ.)
litofita (θηλ.ουσ)
litogenesi (θηλ.ουσ)
litoglifo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---