Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlitigióso
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [litiˈʤoso], [litiˈʤozo] 1 φιλόνικος 2 φιλόδικος 3 καβγατζίδικος 4 εριστικός 5 φίλερις permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |