Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


litargìrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,litarˈʤirjo]

μονοξείδιο μολύβδου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  litantrace lite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

listare (ρ. μτβ.)
listello (ουσ αρσ )
listino (ουσ αρσ )
litania (θηλ.ουσ)
litantrace (ουσ αρσ )
litargirio (ουσ αρσ )
lite (θηλ.ουσ)
litiasi (θηλ.ουσ)
litiasico (επίθ.)
litico (επίθ.)
litigante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
litigare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
litigarsi (ρ.μ. (αντων.))
litighino (αρσ. επίθ και ουσ)
litigio (ουσ αρσ )
litigiosità (θηλ.ουσ)
litigioso (αρσ. επίθ και ουσ)
litina (θηλ.ουσ)
litio (ουσ αρσ )
litioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---