liscìvia
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [liʃˈʃivja]
1 νερό βρασμένο με στάχτη που έκαναν παλιά μπουγάδα
2 σταχτόνερο για μπουγάδα
3 αλισίβα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [liʃˈʃivja]
1 νερό βρασμένο με στάχτη που έκαναν παλιά μπουγάδα
2 σταχτόνερο για μπουγάδα
3 αλισίβα
permalink
liscivia (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android