Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόliscìvia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [liʃˈʃivja] 1 νερό βρασμένο με στάχτη που έκαναν παλιά μπουγάδα 2 σταχτόνερο για μπουγάδα 3 αλισίβα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |