Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlisciviatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [liʃʃivjaˈtore] 1 λέβητας 2 σκάφη πλυσίματος 3 σκεύος βρασμού 4 βραστήρας 5 καζάνι μπουγάδας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |