Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lisciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [liʃˈʃare]

1 ισιώνω
2 χτυπώ χαὶδευτικά
3 λουστράρω
4 ομαλοποιώ
5 γυαλίζω
6 ρουφιανεύω
7 στίλβω
8 χαὶδεύω
9 στρώνω
10 στιλβώνω
11 λειαίνω
12 κολακεύω
13 θωπεύω
14 εξομαλύνω
15 κανακεύω

lisciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [liʃˈʃarsi]

1 ντύνομαι κομψά
2 καθαρίζω με το ράμφος το τρίχωμα (για πουλί)
3 καλλωπίζομαι
4 στολίζομαι
5 φτιάχνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lisciamento lisciata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lirismo (ουσ αρσ )
Lisbona (κύρ.όν. θηλ.)
lisca (θηλ.ουσ)
liscia (θηλ.ουσ)
lisciamento (ουσ αρσ )
lisciare (ρ. μτβ.)
lisciarsi (ρ.μ. (αντων.))
lisciata (θηλ.ουσ)
lisciatoio (ουσ αρσ )
lisciatura (θηλ.ουσ)
liscio (επίθ.)
lisciva (θηλ.ουσ)
liscivia (θηλ.ουσ)
lisciviare (ρ. μτβ.)
lisciviatore (ουσ αρσ )
lisciviatrice (θηλ.ουσ)
lisciviatura (θηλ.ουσ)
lisciviazione (θηλ.ουσ)
liscoso (επίθ.)
lisergico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---