Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lìrica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlirika]

1 όπερα
2 λυρική ποίηση
3 λυρικό έργο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lira lirico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

liquorista (ουσ αρσ και θηλ.)
liquoristico (επίθ.)
liquorizia (θηλ.ουσ)
liquoroso (επίθ.)
lira (θηλ.ουσ)
lirica (θηλ.ουσ)
lirico (επίθ.)
lirismo (ουσ αρσ )
Lisbona (κύρ.όν. θηλ.)
lisca (θηλ.ουσ)
liscia (θηλ.ουσ)
lisciamento (ουσ αρσ )
lisciare (ρ. μτβ.)
lisciarsi (ρ.μ. (αντων.))
lisciata (θηλ.ουσ)
lisciatoio (ουσ αρσ )
lisciatura (θηλ.ουσ)
liscio (επίθ.)
lisciva (θηλ.ουσ)
liscivia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---