ItalianoGreco


liquorìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [likwoˈrista]

1 έμπορος κάβας ποτών
2 κατασκευαστής οινοπνευματωδών ποτών


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---