Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlìquido
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈlikwido] το υγρό lìquido επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈlikwido] ρευστός (-ή, -ό), υγρός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdenaro [αρσ.] liquido = το ρευστό χρήμα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |