Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόliquóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [liˈkwore] το λικέρ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαliquore [αρσ.] d'anice = το ούζο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |