Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlìra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈlira] 1 (italiana) η λιρέτα 2 (sterlina) η λίρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |