Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


liquidàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [likwiˈdare]

1 ξεκάνω
2 απολύω
3 κλείνω (εταιρεία ή λογαριασμό)
4 διώχνω
5 ξεπουλώ
6 ξεκαθαρίζω υποχρεώσεις
7 αποπληρώνω
8 διαλύω (εταιρεία)
9 ξεπληρώνω
10 ρευστοποιώ (κεφάλαια)
11 εξαλείφω
12 ξεφορτώνομαι οριστικά
13 εκκαθαρίζω (εταιρεία)
14 αποπέμπω
15 σκοτώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  liquidabile liquidatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

liquefatto (επίθ.)
liquefazione (θηλ.ουσ)
liquescente (επίθ.)
liquescenza (θηλ.ουσ)
liquidabile (επίθ.)
liquidare (ρ. μτβ.)
liquidatore (αρσ. επίθ και ουσ)
liquidazione (θηλ.ουσ)
liquidità (θηλ.ουσ)
liquido (ουσ αρσ )
liquido (επίθ.)
liquirizia (θηλ.ουσ)
liquore (ουσ αρσ )
liquoreria (θηλ.ουσ)
liquorista (ουσ αρσ και θηλ.)
liquoristico (επίθ.)
liquorizia (θηλ.ουσ)
liquoroso (επίθ.)
lira (θηλ.ουσ)
lirica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---