Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόliquefàtto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [likweˈfatto] 1 ρευστοποιημένος 2 λιωμένος 3 τηγμένος 4 υγροποιημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |