Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


liquefàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [likweˈfare]

1 λιώνω
2 ρευστοποιώ
3 υγροποιώ

liquefàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [likweˈfarsi]

1 τήκομαι
2 υγροποιούμαι
3 ρευστοποιούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  liquazione liquefattibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lipotropo (επίθ.)
lippa (θηλ.ουσ)
Lipsia (κύρ.όν. θηλ.)
liquame (ουσ αρσ )
liquazione (θηλ.ουσ)
liquefare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
liquefarsi (ρ. μ. αμτβ.)
liquefattibile (επίθ.)
liquefatto (επίθ.)
liquefazione (θηλ.ουσ)
liquescente (επίθ.)
liquescenza (θηλ.ουσ)
liquidabile (επίθ.)
liquidare (ρ. μτβ.)
liquidatore (αρσ. επίθ και ουσ)
liquidazione (θηλ.ουσ)
liquidità (θηλ.ουσ)
liquido (ουσ αρσ )
liquido (επίθ.)
liquirizia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---