Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlipòtropo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [liˈpɔtropo] 1 λιποτρόπος 2 λιποτροπικός (αφομοιωτικός λίπους) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |