Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lìppa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlippa]

παιχνίδι με μπαστούνι και μπάλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lipotropo Lipsia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lipomatoso (αρσ. επίθ και ουσ)
liposarcoma (ουσ αρσ )
liposolubile (επίθ.)
lipotimia (θηλ.ουσ)
lipotropo (επίθ.)
lippa (θηλ.ουσ)
Lipsia (κύρ.όν. θηλ.)
liquame (ουσ αρσ )
liquazione (θηλ.ουσ)
liquefare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
liquefarsi (ρ. μ. αμτβ.)
liquefattibile (επίθ.)
liquefatto (επίθ.)
liquefazione (θηλ.ουσ)
liquescente (επίθ.)
liquescenza (θηλ.ουσ)
liquidabile (επίθ.)
liquidare (ρ. μτβ.)
liquidatore (αρσ. επίθ και ουσ)
liquidazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---