Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


liquefazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [likwefatˈtsjone]

1 λιώσιμο
2 τήξη
3 υγροποίηση
4 ρευστοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  liquefatto liquescente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

liquazione (θηλ.ουσ)
liquefare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
liquefarsi (ρ. μ. αμτβ.)
liquefattibile (επίθ.)
liquefatto (επίθ.)
liquefazione (θηλ.ουσ)
liquescente (επίθ.)
liquescenza (θηλ.ουσ)
liquidabile (επίθ.)
liquidare (ρ. μτβ.)
liquidatore (αρσ. επίθ και ουσ)
liquidazione (θηλ.ουσ)
liquidità (θηλ.ουσ)
liquido (ουσ αρσ )
liquido (επίθ.)
liquirizia (θηλ.ουσ)
liquore (ουσ αρσ )
liquoreria (θηλ.ουσ)
liquorista (ουσ αρσ και θηλ.)
liquoristico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---