Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


liquazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [likwatˈtsjone]

διαχωρισμός με θέρμανση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  liquame liquefare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lipotimia (θηλ.ουσ)
lipotropo (επίθ.)
lippa (θηλ.ουσ)
Lipsia (κύρ.όν. θηλ.)
liquame (ουσ αρσ )
liquazione (θηλ.ουσ)
liquefare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
liquefarsi (ρ. μ. αμτβ.)
liquefattibile (επίθ.)
liquefatto (επίθ.)
liquefazione (θηλ.ουσ)
liquescente (επίθ.)
liquescenza (θηλ.ουσ)
liquidabile (επίθ.)
liquidare (ρ. μτβ.)
liquidatore (αρσ. επίθ και ουσ)
liquidazione (θηλ.ουσ)
liquidità (θηλ.ουσ)
liquido (ουσ αρσ )
liquido (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---