Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


liquefattìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [likwefatˈtibile]

1 ρευστοποιήσιμος
2 υγροποιήσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  liquefarsi liquefatto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Lipsia (κύρ.όν. θηλ.)
liquame (ουσ αρσ )
liquazione (θηλ.ουσ)
liquefare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
liquefarsi (ρ. μ. αμτβ.)
liquefattibile (επίθ.)
liquefatto (επίθ.)
liquefazione (θηλ.ουσ)
liquescente (επίθ.)
liquescenza (θηλ.ουσ)
liquidabile (επίθ.)
liquidare (ρ. μτβ.)
liquidatore (αρσ. επίθ και ουσ)
liquidazione (θηλ.ουσ)
liquidità (θηλ.ουσ)
liquido (ουσ αρσ )
liquido (επίθ.)
liquirizia (θηλ.ουσ)
liquore (ουσ αρσ )
liquoreria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---