Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irrugginìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) iscrìtto (επίθ.)
irrugginirsi (ρ.μ. (αντων.)) iscrìvere (ρ. μτβ.)
irruvidìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) iscrìversi (ρ. μ. αμτβ.)
irruvidìrsi (ρ. μ. αμτβ.) iscrizióne (θηλ.ουσ)
irruzióne (θηλ.ουσ) iscùria (θηλ.ουσ)
irsùto (επίθ.) isìaco (αρσ. επίθ και ουσ)
ìrto (επίθ.) ìside (θηλ.ουσ)
isabèlla (ουσ αρσ ) Isidòro (κύρ.όν. αρσ.)
isabèlla (επίθ.) islàm, ìslam (ουσ αρσ )
Isàcco (κύρ.όν. αρσ.) islàmico (ουσ αρσ )
isagòge (θηλ.ουσ) islàmico (επίθ.)
isagògico (επίθ.) islamìsmo (ουσ αρσ )
Isaìa (κύρ.όν. αρσ.) islamìta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
isallòbara (θηλ.ουσ) islamìtico (επίθ.)
isallotèrma (θηλ.ουσ) islamizzàre (ρ. μτβ.)
iscariòta (ουσ αρσ και θηλ.) islamizzazióne (θηλ.ουσ)
ischeletrìre (ρ.αμτβ.) Islànda (θηλ.ουσ)
ischeletrìre (ρ. μτβ.) islandése (ουσ αρσ και θηλ.)
ischeletrirsi (ρ.μ. (αντων.)) islandése (επίθ.)
ischemìa (θηλ.ουσ) Ismaèle (κύρ.όν. αρσ.)
ischèmico (αρσ. επίθ και ουσ) ismaeliàno (αρσ. επίθ και ουσ)
ischialgìa (θηλ.ουσ) ismaelìta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ischiàtico (επίθ.) isoalìna (θηλ.ουσ)
ìschio (ουσ αρσ ) isòbara (θηλ.ουσ)
iscrìtto (ουσ αρσ ) isobàrico (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: