Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invendibilità (θηλ.ουσ) inverniciarsi (ρ.μ. (αντων.))
invendicàto (επίθ.) inverniciàta (θηλ.ουσ)
invendùto (αρσ. επίθ και ουσ) inverniciatùra (θηλ.ουσ)
inventàre (ρ. μτβ.) invèrno (ουσ αρσ )
inventariàre (ρ. μτβ.) invéro (επίρ.)
inventàrio (ουσ αρσ ) inverosimigliànza (θηλ.ουσ)
inventìva (θηλ.ουσ) inverosìmile (ουσ αρσ )
inventìvo (επίθ.) inverosìmile (επίθ.)
inventóre (ουσ αρσ ) inversaménte (επίρ.)
inventóre (επίθ.) inversióne (θηλ.ουσ)
invenzióne (θηλ.ουσ) invèrso (ουσ αρσ )
inverdìre (ρ.αμτβ.) invèrso (επίθ.)
inverdìre (ρ. μτβ.) inversóre (ουσ αρσ )
inverdirsi (ρ.μ. (αντων.)) invertebràto (ουσ αρσ )
inverecóndia (θηλ.ουσ) invertebràto (επίθ.)
inverecóndo (επίθ.) invertìbile (επίθ.)
invergàre (ρ. μτβ.) invertibilità (θηλ.ουσ)
invergatùra (θηλ.ουσ) invertìre (ρ. μτβ.)
invermigliàre (ρ. μτβ.) invertìto (ουσ αρσ )
invermigliarsi (ρ.μ. (αντων.)) invertìto (επίθ.)
inverminìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) invertitóre (αρσ. επίθ και ουσ)
inverminirsi (ρ.μ. (αντων.)) invescaménto (ουσ αρσ )
invernàle (επίθ.) invescàre (ρ. μτβ.)
invernàta (θηλ.ουσ) invescarsi (ρ.μ. (αντων.))
inverniciàre (ρ. μτβ.) investìbile (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: