Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fax (ουσ αρσ ) fecondabilità (θηλ.ουσ)
fazióne (θηλ.ουσ) fecondàre (ρ. μτβ.)
faziosità (θηλ.ουσ) fecondatìvo (επίθ.)
fazióso (ουσ αρσ ) fecondatóre (ουσ αρσ )
fazióso (επίθ.) fecondatóre (επίθ.)
fazzolétto (ουσ αρσ ) fecondazióne (θηλ.ουσ)
febbràio (ουσ αρσ ) fecondità (θηλ.ουσ)
fèbbre (θηλ.ουσ) fecóndo (επίθ.)
febbriciàttola (θηλ.ουσ) fedain (ουσ αρσ )
febbricitànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) féde (θηλ.ουσ)
febbrìcola (θηλ.ουσ) fedecommésso (αρσ. επίθ και ουσ)
febbrìfugo, febbrifùgo (επίθ.) fedéle, fedèle (ουσ αρσ και θηλ.)
febbrìle (επίθ.) fedéle, fedèle (επίθ.)
febbrilménte (επίρ.) fedelménte (επίρ.)
febbróne (ουσ αρσ ) fedeltà (θηλ.ουσ)
Fèbe (κύρ.όν. θηλ.) fèdera (θηλ.ουσ)
Fèbo (ουσ αρσ ) federàle (αρσ. επίθ και ουσ)
fecàle (επίθ.) federalìsmo (ουσ αρσ )
fèccia, féccia (θηλ.ουσ) federalìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
feccióso (επίθ.) federalìstico (επίθ.)
fecciùme (ουσ αρσ ) federàre (ρ. μτβ.)
fèci, féci (θηλ. ουσ πληθ.) federàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
feciàle (ουσ αρσ ) federatìvo (επίθ.)
fècola, fécola (θηλ.ουσ) federàto (επίθ.)
fecondàbile (επίθ.) federazióne (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: