Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fedelménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [fedelˈmente]

1 ακριβώς
2 πιστά
3 έγκυρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fedele fedeltà  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fedain (ουσ αρσ )
fede (θηλ.ουσ)
fedecommesso (αρσ. επίθ και ουσ)
fedele (ουσ αρσ και θηλ.)
fedele (επίθ.)
fedelmente (επίρ.)
fedeltà (θηλ.ουσ)
federa (θηλ.ουσ)
federale (αρσ. επίθ και ουσ)
federalismo (ουσ αρσ )
federalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
federalistico (επίθ.)
federare (ρ. μτβ.)
federarsi (ρ. μ. αμτβ.)
federativo (επίθ.)
federato (επίθ.)
federazione (θηλ.ουσ)
fedifrago (επίθ.)
fedina (θηλ.ουσ)
Fedra (κύρ.όν. θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---