Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόféde
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈfede] 1 religione η πίστη 2 (fiducia) η εμπιστοσύνη 3 (anello) η βέρα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαin buona fede = καλόπιστα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |