ItalianoGreco


fecondità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fekondiˈta]

1 γεννητικότητα
2 γονιμότητα
3 ευφορία
4 ευκαρπία
5 κάρπισμα
6 δημιουργικότητα
7 καρποφορία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---