Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fecóndo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [feˈkondo]

1 εύφορος
2 καρποφόρος
3 παραγωγικός
4 πολυτόκος
5 πολυκαρπικός
6 προσοδοφόρος
7 καρπερός
8 πολύκαρπος
9 γόνιμος
10 αποτελεσματικός
11 άφθονος
12 δημιουργικός
13 λιπαρός
14 πλούσιος
15 αποτελεσματικός
16 αποδοτικός
17 θρεψερός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fecondità fedain  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fecondativo (επίθ.)
fecondatore (ουσ αρσ )
fecondatore (επίθ.)
fecondazione (θηλ.ουσ)
fecondità (θηλ.ουσ)
fecondo (επίθ.)
fedain (ουσ αρσ )
fede (θηλ.ουσ)
fedecommesso (αρσ. επίθ και ουσ)
fedele (ουσ αρσ και θηλ.)
fedele (επίθ.)
fedelmente (επίρ.)
fedeltà (θηλ.ουσ)
federa (θηλ.ουσ)
federale (αρσ. επίθ και ουσ)
federalismo (ουσ αρσ )
federalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
federalistico (επίθ.)
federare (ρ. μτβ.)
federarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---