Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfecondatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fekondaˈtore] λίπασμα fecondatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [fekondaˈtore] γονιμοποιητικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |