Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fecondatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fekondaˈtore]

λίπασμα

fecondatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fekondaˈtore]

γονιμοποιητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fecondativo fecondazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fecola (θηλ.ουσ)
fecondabile (επίθ.)
fecondabilità (θηλ.ουσ)
fecondare (ρ. μτβ.)
fecondativo (επίθ.)
fecondatore (ουσ αρσ )
fecondatore (επίθ.)
fecondazione (θηλ.ουσ)
fecondità (θηλ.ουσ)
fecondo (επίθ.)
fedain (ουσ αρσ )
fede (θηλ.ουσ)
fedecommesso (αρσ. επίθ και ουσ)
fedele (ουσ αρσ και θηλ.)
fedele (επίθ.)
fedelmente (επίρ.)
fedeltà (θηλ.ουσ)
federa (θηλ.ουσ)
federale (αρσ. επίθ και ουσ)
federalismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---