Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fecondàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [fekonˈdare]

1 γονιμοποιώ
2 λιπαίνω
3 κάνω κάτι γόνιμο
4 καρποφορώ
5 εμπλουτίζω
6 γκαστρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fecondabilità fecondativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

feci (θηλ. ουσ πληθ.)
feciale (ουσ αρσ )
fecola (θηλ.ουσ)
fecondabile (επίθ.)
fecondabilità (θηλ.ουσ)
fecondare (ρ. μτβ.)
fecondativo (επίθ.)
fecondatore (ουσ αρσ )
fecondatore (επίθ.)
fecondazione (θηλ.ουσ)
fecondità (θηλ.ουσ)
fecondo (επίθ.)
fedain (ουσ αρσ )
fede (θηλ.ουσ)
fedecommesso (αρσ. επίθ και ουσ)
fedele (ουσ αρσ και θηλ.)
fedele (επίθ.)
fedelmente (επίρ.)
fedeltà (θηλ.ουσ)
federa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---