Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfèci, féci
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός Προσφορά I.P.A.: [ˈfɛʧi], [ˈfeʧi] 1 περιττώματα 2 σκατά 3 κόπρανα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |