Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


feccióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fetˈʧoso], [fetˈʧoso]

1 γεμάτος με κατακάθια
2 θολός
3 που έχει πολύ μούργα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  feccia fecciume  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

febbrone (ουσ αρσ )
Febe (κύρ.όν. θηλ.)
Febo (ουσ αρσ )
fecale (επίθ.)
feccia (θηλ.ουσ)
feccioso (επίθ.)
fecciume (ουσ αρσ )
feci (θηλ. ουσ πληθ.)
feciale (ουσ αρσ )
fecola (θηλ.ουσ)
fecondabile (επίθ.)
fecondabilità (θηλ.ουσ)
fecondare (ρ. μτβ.)
fecondativo (επίθ.)
fecondatore (ουσ αρσ )
fecondatore (επίθ.)
fecondazione (θηλ.ουσ)
fecondità (θηλ.ουσ)
fecondo (επίθ.)
fedain (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---