Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


feciàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [feˈʧale]

αναφερόμενος σε ιερέα-διπλωμάτη της αρχαίας Ρώμης (χρησιμοποίησε καλύτερα το feziale)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  feci fecola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fecale (επίθ.)
feccia (θηλ.ουσ)
feccioso (επίθ.)
fecciume (ουσ αρσ )
feci (θηλ. ουσ πληθ.)
feciale (ουσ αρσ )
fecola (θηλ.ουσ)
fecondabile (επίθ.)
fecondabilità (θηλ.ουσ)
fecondare (ρ. μτβ.)
fecondativo (επίθ.)
fecondatore (ουσ αρσ )
fecondatore (επίθ.)
fecondazione (θηλ.ουσ)
fecondità (θηλ.ουσ)
fecondo (επίθ.)
fedain (ουσ αρσ )
fede (θηλ.ουσ)
fedecommesso (αρσ. επίθ και ουσ)
fedele (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---