Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfecondabilità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [fekondabiliˈta] 1 γονιμότητα 2 ικανότητα γονιμοποίησης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |