Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfedéle, fedèle
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [feˈdele], [feˈdɛle] 1 ακόλουθος 2 υποστηρικτής 3 πιστός 4 αξιόπιστος 5 μπεσαλής 6 μπιστικός 7 έμπιστος fedéle, fedèle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [feˈdele], [feˈdɛle] πιστός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |