Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


federazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [federatˈtsjone]

1 ομοσπονδία
2 συνομοσπονδία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  federato fedifrago  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

federalistico (επίθ.)
federare (ρ. μτβ.)
federarsi (ρ. μ. αμτβ.)
federativo (επίθ.)
federato (επίθ.)
federazione (θηλ.ουσ)
fedifrago (επίθ.)
fedina (θηλ.ουσ)
Fedra (κύρ.όν. θηλ.)
fegataccio (ουσ αρσ )
fegatella (θηλ.ουσ)
fegatello (ουσ αρσ )
fegatino (ουσ αρσ )
fegato (ουσ αρσ )
fegatoso (ουσ αρσ )
fegatoso (επίθ.)
felce (θηλ.ουσ)
felceta (θηλ.ουσ)
felceto (ουσ αρσ )
feldmaresciallo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---