Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fegatóso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fegaˈtoso], [fegaˈtoso]

1 οξύθυμο πρόσωπο
2 πάσχων από αρρώστια ηπατική

fegatóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fegaˈtoso], [fegaˈtoso]

1 ηπατικός
2 νευρικός
3 αψίθυμος
4 οξύθυμος
5 αψύς
6 μυγιάγγιχτος
7 ευέξαπτος
8 θυμώδης
9 ευερέθιστος
10 αψίχολος
11 οργίλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fegato felce  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fegataccio (ουσ αρσ )
fegatella (θηλ.ουσ)
fegatello (ουσ αρσ )
fegatino (ουσ αρσ )
fegato (ουσ αρσ )
fegatoso (ουσ αρσ )
fegatoso (επίθ.)
felce (θηλ.ουσ)
felceta (θηλ.ουσ)
felceto (ουσ αρσ )
feldmaresciallo (ουσ αρσ )
feldspatico (επίθ.)
feldspato (ουσ αρσ )
felice (επίθ.)
felicemente (επίρ.)
felicità (θηλ.ουσ)
felicitarsi (ρ. μ. αμτβ.)
felicitazione (θηλ.ουσ)
felidi (ουσ αρσ πληθ.)
felino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---