ItalianoGreco


fegatóso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fegaˈtoso], [fegaˈtoso]

1 οξύθυμο πρόσωπο
2 πάσχων από αρρώστια ηπατική

fegatóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fegaˈtoso], [fegaˈtoso]

1 ηπατικός
2 νευρικός
3 αψίθυμος
4 οξύθυμος
5 αψύς
6 μυγιάγγιχτος
7 ευέξαπτος
8 θυμώδης
9 ευερέθιστος
10 αψίχολος
11 οργίλος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---