Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


felìce  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [feˈliʧe]

ευτυχής, ευτυχισμέμος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  feldspato felicemente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

felceta (θηλ.ουσ)
felceto (ουσ αρσ )
feldmaresciallo (ουσ αρσ )
feldspatico (επίθ.)
feldspato (ουσ αρσ )
felice (επίθ.)
felicemente (επίρ.)
felicità (θηλ.ουσ)
felicitarsi (ρ. μ. αμτβ.)
felicitazione (θηλ.ουσ)
felidi (ουσ αρσ πληθ.)
felino (ουσ αρσ )
felino (επίθ.)
fellà (ουσ αρσ και θηλ.)
fellah (ουσ αρσ και θηλ.)
fellone (αρσ. επίθ και ουσ)
fellonesco (επίθ.)
fellonia (θηλ.ουσ)
felpa (θηλ.ουσ)
felpato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---