Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fellóne  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [felˈlone]

1 κατεργάρης
2 προδότης
3 παλιοτόμαρο
4 κακός θεατρικού έργου
5 αχρείος
6 παλιάνθρωπος
7 κακοποιός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fellah fellonesco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

felidi (ουσ αρσ πληθ.)
felino (ουσ αρσ )
felino (επίθ.)
fellà (ουσ αρσ και θηλ.)
fellah (ουσ αρσ και θηλ.)
fellone (αρσ. επίθ και ουσ)
fellonesco (επίθ.)
fellonia (θηλ.ουσ)
felpa (θηλ.ουσ)
felpato (ουσ αρσ )
felpato (επίθ.)
feltrare (ρ. μτβ.)
feltratura (θηλ.ουσ)
feltro (ουσ αρσ )
feluca (θηλ.ουσ)
felze (ουσ αρσ )
femmina (θηλ.ουσ)
femminella (θηλ.ουσ)
femmineo (επίθ.)
femminile (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---