Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


feltratùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [feltraˈtura]

επένδυση με τσόχα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  feltrare feltro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fellonia (θηλ.ουσ)
felpa (θηλ.ουσ)
felpato (ουσ αρσ )
felpato (επίθ.)
feltrare (ρ. μτβ.)
feltratura (θηλ.ουσ)
feltro (ουσ αρσ )
feluca (θηλ.ουσ)
felze (ουσ αρσ )
femmina (θηλ.ουσ)
femminella (θηλ.ουσ)
femmineo (επίθ.)
femminile (ουσ αρσ )
femminile (επίθ.)
femminilità (θηλ.ουσ)
femminilizzare (ρ. μτβ.)
femminilizzazione (θηλ.ουσ)
femminilmente (επίρ.)
femminino (επίθ.)
femminismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---