Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfemminìle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [femmiˈnile] 1 τουρνουά γυναικών 2 γυναικείο φύλο femminìle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [femmiˈnile] θηλυκός (-η, -ο), γυναικείος (-α, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |